- κουτουπώνω
- κουτούπωσα, κουτουπώθηκα, κουτουπωμένος, επιτίθεμαι σε γυναίκα με ανήθικους σκοπούς, πλακώνω, μαρκαλίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουτουπώνω — 1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου και τόν δέρνω 2. βιάζω, εκτελώ τη γενετήσια πράξη με βίαιο τρόπο … Dictionary of Greek
κουτούπωμα — το [κουτουπώνω] 1. επίθεση εναντίον κάποιου, κακοποίηση, ξυλοδαρμός 2. βίαιη ερωτική επίθεση και εκτέλεση τής γενετήσιας πράξης … Dictionary of Greek